- επιτακτήρ
- ἐπιτακτήρ, ὁ (Α) [επιτάσσω]αυτός που δίνει εντολές («τοῑς μὴ θέλουσιν ἑαυτοῑς προστάττειν ἐκπονεῑν τἀγαθά ἄλλους αὐτοῑς ἐπιτακτῆρας δίδωσι [ό θεός]», Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιτακτῆρας — ἐπιτακτήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτάκτης — ἐπιτάκτης, ό (AM) [επιτάσσω] μσν. αυτός που διατάσσει, ο επιτακτήρ αρχ. επιτακτικός, δεσποτικός (ως μετφρ. τού λατ. imperiosus) … Dictionary of Greek